- συνέλθοιεν
- συνέρχομαιiboaor opt act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικρίνω — (AM ἐπικρίνω) νεοελλ. αποδοκιμάζω, κατηγορώ αρχ. μσν. ξεχωρίζω, εκλέγω («ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα 2. (για δικαστική απόφαση)… … Dictionary of Greek
συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… … Dictionary of Greek